- πανσεληνοειδής
- -ές1. αυτός που μοιάζει με πανσέληνο, αυτός που θυμίζει πανσέληνο2. φρ. «πανσεληνοειδές προσωπείο»ιατρ. ολοστρόγγυλο πρόσωπο με ερυθροκύανες παρειές και διπλό σαγόνι, χαρακτηριστικό σημείο τού συνδρόμου τού Κάσινγκ.
Dictionary of Greek. 2013.